μαψίφωνος

μαψίφωνος
μαψίφωνος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ο μαψιλόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (ΙΙ) + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος, σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαψίφωνον — μαψίφωνος masc/fem acc sg μαψίφωνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”